- σάννορος
- ὁ, Αμωρός, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. σαν- τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ-σαν-α / ἔ-σην-α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού -ν- + -ορος (< ὁρῶ «βλέπω»). Παραδίδεται πιθ. και άλλη γρφ. τής λ. με τη μορφή σάννυρος (βλ. και σάννας)].
Dictionary of Greek. 2013.